- μοῦσ'
- μοῦσα , Μοῦσαmusicfem nom/voc sgμοῦσαι , Μοῦσαmusicfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μοῦσ' — Μοῦσα , Μοῦσα music fem nom/voc sg Μοῦσαι , Μοῦσα music fem nom/voc pl Μοῦσε , Μοῦσος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου … Dictionary of Greek
παραλλαγή — (Μουσ.). Η τροποποίηση (ρυθμική, αρμονική, μελωδική, αντιστικτική) ενός δεδομένου μουσικού θέματος. Από ιστορική άποψη, η π. ξεκινά από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού. Το προς π. «θέμα» ήταν το λειτουργικό άσμα, που, πέρα από τις διάφορες… … Dictionary of Greek
ντιβερτιμέντο — (Μουσ.). Διάφορες μορφές μουσικής, ανάλογα με την εποχή, κατά κανόνα ζωηρές και εύθυμες. Σήμερα χαρακτηρίζει μια σύνθεση σε σοβαρό ύφος, αλλά ελεύθερη στη μορφή, όπως τα ν. του Μπάρτοκ, του Στραβίνσκι, του Προκόφιεφ. Στον 17o και 18o αι. ν.… … Dictionary of Greek
σειραϊσμός — (Μουσ.). Μέθοδος που χρησιμοποιείται στη σύγχρονη μουσική σύνθεση, σύμφωνα με την οποία η λειτουργία των μουσικών παραγόντων (τονικό ύψος, ρυθμός, δυναμική και ηχόχρωμα) καθορίζεται με βάση αριθμητικέςσχέσεις, αναλογίες ή άλλους μαθηματικούς… … Dictionary of Greek
σκέρτσο — (Μουσ.). Όρος, που στην αρχή σήμαινε κάποια ζωηρότητα στην εκτέλεση («scherzando») και κατόπιν (ήδη από το 17o αι.) ένα είδος σύνθεσης, ακόμα και φωνητικής, που απαιτεί δεξιοτεχνία, σχεδόν ανάλογη με το καπρίτσιο. Στη μουσική δωματίου (κυρίως στη … Dictionary of Greek
σολφέζ — (Μουσ.). Μέθοδος μουσικής ανάγνωσης, που συνίσταται στο να διακρίνονται ακουστικά οι ρυθμικές και μελωδικές αξίες των φθόγγων (νότα). Απαραίτητο στη μουσική διδασκαλία, το σ. που σήμερα χρησιμοποιεί τη συλλαβική σημειογραφία στις λατινόγλωσσες… … Dictionary of Greek
σονάτα — (Μουσ.). Όρος που χαρακτήριζε, ήδη από το 17o αι., μια σύνθεση μουσικής δωματίου για ένα ή περισσότερα όργανα (canzone da sonar = τραγούδι για να εκτελείται από μουσικά όργανα), σε αντίθεση με τις συνθέσεις για φωνές, όπως η καντάτα και το… … Dictionary of Greek
σοπράνο — (Μουσ.). Συχνά αποδίδεται στα ελληνικά «υψίφωνος». Όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την ανθρώπινη φωνή, που είναι ικανή να φτάσει στους οξύτερους φθόγγους. Κατά κανόνα πρόκειται για γυναικείες φωνές αλλά ισχύει και για τη φωνή (τη… … Dictionary of Greek
σουίτα — (Μουσ.). Σύνθεση για ορχήστρα, που αποτελείται από διάφορα μέρη και είναι συνήθως σειρά χορών στην ίδια τονικότητα, αλλά με διαφορετικό ρυθμό και χαρακτήρα. Στην αρχή αποτελούνταν από δύο μέρη (μια παβάνα και μια γκαλιάρντα αρκούσαν για να… … Dictionary of Greek